- ἀνακολπάζω
- ἀνακολπ-άζω, ([etym.] κόλπος)A tuck up one's gown, gird oneself up, Ar.Th. 1174; but cf. ἀνακαλπάζω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανακολπάζω — ἀνακολπάζω (Α) ανασηκώνω το κάτω μέρος τού ενδύματος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + *κολπάζω < κόλπος] … Dictionary of Greek
ανακολπώνομαι — (Α ἀνακολπῶ, όω) νεοελλ. (για πανιά πλοίου) φουσκώνω από τον αέρα αρχ. ἀνακολπάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κολπῶ «σχηματίζω κάτι σε είδος κόλπου, κάνω το ιστίο να εξογκωθεί, να φουσκώσει». ΠΑΡ. νεοελλ. ανακόλπωαη] … Dictionary of Greek